voluptuário - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

voluptuário - translation to ρωσικά


voluptuário adj      
см. voluptuoso 1
voluptuário      
сладострастный, чувственный
Art. 516. O possuidor de boa-fé tem direito à indenização das benfeitorias necessárias e úteis, bem como, quanto às voluptuárias, se lhe não forem pagas, a levantá-las, quando o puder sem detrimento da coisa. Pelo valor das benfeitorias necessárias e úteis, poderá exercer o direito de retenção.      
Статья 516. Добросовестный владелец имеет право на возмещение расходов, произведенных на необходимые и полезные улучшения, а также в отношении неоплаченных ему расходов на предметы роскоши, если невозможно отделить их без ущерба для вещи. За стоимость необходимых и полезных улучшений он может осуществить право удержания.

Ορισμός

voluptuário
adj (lat voluptuariu)
1 Pertencente ou relativo à volúpia; voluptuoso.
2 Propenso à volúpia.
3 Amigo de se divertir, dos deleites, dos recreios, dos prazeres.
4 Relativo a divertimentos ou despesas supérfluas.
5 V benfeitoria. Var: volutuário.